- βομβαύλιος
- βομβαύλιος, ο (Α)αυτός που κάνει βόμβο με τον αυλό, που ο ήχος του αυλού του είναι σαν του μπούρμπουλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βόμβος + -αύλιος < αυλός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βομβαύλιος — bagpiper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βομβαύλιοι — βομβαύλιος bagpiper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)